- λόγιος
- ία , ιο[ν] 1. учёный, образованный, просвещённый;
λόγιος (ανήρ) — учёный муж;
§ λόγία κυρία — синий чулок;
2. (ο ) учёный; писатель, литератор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λόγιος (ανήρ) — учёный муж;
§ λόγία κυρία — синий чулок;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λόγιος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγιος — Προσωνυμία του Ερμή ως θεού της γλώσσας και της ευγλωττίας, σε αντίθεση με τον Κερδώο Ερμή. Βλ. λ. Ερμής. * * * ια, ιο (AM λόγιος, ία, ιον) [λόγος] πεπαιδευμένος, πνευματικά καλλιεργημένος, μορφωμένος, πολυμαθής νεοελλ. 1. (και ως ουσ.) άνθρωπος… … Dictionary of Greek
λόγιος — α, ο αυτός που ασχολείται με τα γράμματα, ο μορφωμένος, ο καλλιεργημένος: Οι λόγιοι συγγραφείς του Βυζαντίου έγραψαν αξιόλογα έργα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ερμής ο Λόγιος — Τίτλος του πρώτου ελληνικού περιοδικού. Κυκλοφορούσε κάθε δεκαπέντε ημέρες στη Βιέννη από την 1η Ιανουαρίου 1811 έως την 1η Μαΐου 1821. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής του (1811 14) ήταν ο γνωστός διδάσκαλος του Γένους Άνθιμος Γαζής και αργότερα… … Dictionary of Greek
λογιώτερον — λόγιος of adverbial comp λόγιος of masc acc comp sg λόγιος of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιωτάτων — λόγιος of fem gen superl pl λόγιος of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιωτέρων — λόγιος of fem gen comp pl λόγιος of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιώτατα — λόγιος of adverbial superl λόγιος of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιώτατον — λόγιος of masc acc superl sg λόγιος of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίως — λόγιος of adverbial λόγιος of masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύψωμος — Λόγιος από την Κωνσταντινούπολη (18ος 19ος αι.). Έζησε και πέθανε στο Παρίσι. Δεινός ελληνιστής, με εξαιρετική μόρφωση, χρησιμοποιήθηκε από τους Γάλλους εκδότες αρχαίων κειμένων στην αντιγραφή και τη διόρθωση έργων του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα … Dictionary of Greek